- κατέδραμον
- κατατρέχωrun downaor ind act 3rd plκατατρέχωrun downaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SCYTHOPOLIS — urbs Libyae, Stephan. Alia est a Baccho condita, et de Scitharum, comitum eius, nomine dicta, in Decapolitana Syriâ, Plin. l. 5. c. 18. Strabo l. 16. Galilaeae proximam esse scribit. Eius vetus nomen erat Bethsan. Hîc Iudaeorum XIII M. occisa, A … Hofmann J. Lexicon universale
καταδρομέας — ο 1. αυτός που καταδιώκει, ο διώκτης 2. ναυτ. κουρσάρος 3. στρατιωτικός ειδικά εκπαιδευμένης ευέλικτης μονάδας στην οποία ανατίθενται δύσκολες, συνήθως αιφνιδιαστικές, αποστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το σχήμα ἐπέδραμον επιδρομή επιδρομεύς σχηματίστηκε… … Dictionary of Greek